- ὀιζυροῖσι
- ὀϊζῡροῖσι , ὀιζυρόςwoefulmasc/neut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οϊζυρός — ὀϊζυρός και, αττ. τ., οἰζυρός, ά, όν (Α) 1. (συν. στον Ομ.) άθλιος, αξιολύπητος, δυστυχής 2. γενική προσωνυμία τών θνητών («Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῑσι βροτοῑσιν», Ομ. Ιλ.) 3. (μτφ. και για πράγματα ή για καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυστυχία,… … Dictionary of Greek